στερεότυπος

στερεότυπος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει παραχθεί με στερεοτυπία
2.συνεκδ. αυτός που έχει τυπωθεί με στερεοτυπία («στερεότυπο βιβλίο»)
3. μτφ. αυτός που εμφανίζεται πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος («στερεότυπη έκφραση»)
4. το ουδ. ως ουσ. το στερεότυπο
α) (κοινων.) συμβολικός και σχηματικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων και στηρίζεται σε προσδοκίες και κρίσεις καθιερωμένων συνηθειών, όπως είναι π.χ. η τσιγγουνιά τών Σκωτσέζων, η φιλαργυρία τών Εβραίων, η ευσυγκινησία τών γυναικών κ.λπ.
β) μορφή τυπογραφικής πλάκας που χρησιμοποιείται ευρύτατα στις εφημερίδες και σε άλλα έντυπα ταχείας εκτύπωσης, αλλ. κλισέ
5. φρ. α) «στερεότυπη συμπεριφορά»
βιολ. συμπεριφορά που εκδηλώνεται σε σύνδεση με το ερέθισμα και χαρακτηρίζεται από απουσία ποικιλομορφίας στην έκφραση της
β) «στερεότυπη έκδοση» — έκδοση που γίνεται από έκτυπες πλάκες και η οποία, συνεπώς, επαναλαμβάνεται αμετάβλητη.
επίρρ...
στεροτυπως και στερεότυπα Ν
κατά τρόπο στερεότυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotype (< στερεός + -τυπος < τύπος < τύπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Γκαρμπολά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερεότυπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που εμφανίζεται πάντα με την ίδια μορφή. 2. μονότονος, ανιαρός: Η στερεότυπη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων κατάντησε ενοχλητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεοτυπία — η, Ν 1. ιατρ. ανεξήγητη, αναιτιολόγητη αυτοματική και απροσάρμοστη προς τη συγκεκριμένη κατάσταση επανάληψη ήχων, λέξεων, κινήσεων ή χειρονομιών, η οποία απαντά κυρίως στις παιδικές ψυχώσεις και στην κατατονία 2. μέθοδος τυπογραφίας κατά την… …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπείο — το, Ν εργαστήριο όπου γίνεται η τυπογραφική στερεοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ., στον λόγιο τ. στερεοτυπεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπώνω — Ν 1. κατασκευάζω στερεοτυπική πλάκα 2. εκτυπώνω κάτι με τη μέθοδο τής στερεοτυπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνο γαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”